Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση καταδικασθέντα σε υπόθεση άσεμνης επίθεσης για αδικήματα τα οποία χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση του Ανωτάτου ημερομηνίας 30 Ιουλίου, αναφέρεται ότι οι εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε επτά κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας κατά παράβαση του άρθρου 151 του Κεφ.154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε κατηγορία.
Όλα τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 1986 και 1988 σε χωριό της επαρχίας Πάφου, το πρώτο όταν η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 10 ετών.
Σε σχέση με την αδυναμία παρουσίασης μαρτύρων οι οποίοι έχουν αποβιώσει, το Ανώτατο έκρινε ότι «η ουσία του θέματος είναι ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει ότι η μαρτυρία των πεθερικών του είχε σημαντική και αποδεδειγμένη πιθανότητα να αποτελέσει καθοριστική ή ισχυρή υποστηρικτική μαρτυρία για τα συγκεκριμένα αυτά θέματα, εφόσον δεν ενέπιπταν στο πεδίο της προσωπικής τους γνώσης».
«Δεν είμαστε ικανοποιημένοι ότι η απώλεια της μαρτυρίας τους επηρέασε σημαντικά την υπόθεση του εφεσείοντα», σημειώνει το Δικαστήριο.
Για την καθυστέρηση ωσότου γίνει καταγγελία το Ανώτατο αναφέρει στην απόφασή του «δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Δικαστηρίου».
«Μέσα δε από τη μαρτυρία της παραπονούμενης και τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, δόθηκε εύλογη εξήγηση για την καθυστερημένη υποβολή του παραπόνου στην Αστυνομία, περίπου 27 έτη μετά τη διάπραξη των κατ’ ισχυρισμό αδικημάτων», προσθέτει.
Σημειώνουμε, κατ’ αρχάς, βρίσκει, μεταξύ άλλων, το Ανώτατο στην απόφασή του, «τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη “…ως ανήλικη που ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, …αισθανόταν φόβο για τον [εφεσείοντα], ο οποίος απαίτησε από αυτήν να μην αναφέρει οτιδήποτε σε κανένα. Θεωρούσε ότι δεν θα γινόταν πιστευτή μπροστά στο λόγο του ενήλικα θείου της.”
«Εκτός από τον φόβο, αισθανόταν απελπισία και ντροπή που ενεχόταν στενό συγγενικό της πρόσωπο, ενώ δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί τα σχόλια των άλλων συγγενών και γνωστών της οικογένειας όταν τα περιστατικά έρχονταν στο προσκήνιο. Όταν ενηλικιώθηκε, δεν προχώρησε σε καταγγελία στην Αστυνομία επειδή δεν ήθελε να ευθύνεται για την τιμωρία του θείου της, ενώ ταυτόχρονα ήταν ψυχολογικά ανέτοιμη να το πράξει», αναφέρεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, «το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της καθυστέρησης ενδελεχώς και από κάθε οπτική γωνία».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης, «ήταν ιδιαίτερα αναλυτική και η αιτιολογία της εμπεριστατωμένη. Αξιολόγησε τη μαρτυρία της αφού προειδοποίησε τον εαυτό του ότι δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της καθώς και για κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης πιθανότητας η αντίληψη της παραπονούμενης να ήταν εσφαλμένη λόγω του νεαρού της ηλικίας της κατά τον ουσιώδη χρόνο του κατηγορητηρίου καθώς και της παρέλευσης 27 και πλέον χρόνων από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του τελευταίου αδικήματος μέχρι την υποβολή του παραπόνου της στην Αστυνομία».
«Η εξέταση της μαρτυρίας της ήταν εξονυχιστική», σημειώνεται.
«Σημείωσε το Δικαστήριο με λεπτομέρεια επίσης, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις της ενώ κατάθετε ενώπιον του. Έστρεψε την προσοχή του όχι μόνο στην ποιότητα της μαρτυρίας της αλλά και στα σημεία διαφοράς με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων», αναφέρεται.
Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, προστίθεται, «αναφέρθηκε σε έκταση και απάντησε στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε από την υπεράσπιση προς υποστήριξη της θέσης της ότι η παραπονούμενη ήταν αναξιόπιστη. Ως προς τον ισχυρισμό, ειδικά, ότι η παραπονούμενη κατασκεύασε το παράπονο προκειμένου να εκδικηθεί τον εφεσείοντα, αντιλαμβανόμενη ότι αυτός είχε ερωτικό δεσμό με τη μητέρα της και για να αποσπάσει οικονομικό όφελος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν τέθηκε καμιά μαρτυρία που να τον υποστηρίζει, σημειώνοντας παράλληλα ότι αν όντως αυτή ήταν η επιδίωξη της παραπονούμενης, θα μπορούσε να το πράξει πολύ νωρίτερα και όχι μετά από 27 χρόνια».
«Καταλήγοντας, αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονούμενης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της ήταν γνήσια, αληθής και συνάδει με τη δικαστικώς αναγνωρισθείσα εμπειρία και κοινή λογική. Δεν ήταν κατασκευασμένη αλλά «εσώψυχη αναδρομή των όσων είχε βιώσει», σημειώνοντας, εξάλλου, ότι ήταν λογικό σε τέτοιας φύσης υπόθεση, η παραπονούμενη να εμφανίζει κενά μνήμης, τα οποία, όμως, δεν επηρέασαν το πλαίσιο και την αλληλουχία των ουσιωδών γεγονότων», συνεχίζει το Ανώτατο.
Διευκρινίζει επίσης ότι «το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να την εκτιμήσει». Η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή ευρημάτων πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, εξηγεί, «δικαιολογείται μόνο όταν εξ αντικειμένου διαπιστώνεται ότι τα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ή είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα».
«Η περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, με βάση τα όσα παραθέσαμε ανωτέρω, δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας», σημειώνει.
Πηγή : ΚΥΠΕ